τσουβάλι

τσουβάλι
το
(λ. τουρκ.)
1. σακί από καννάβι ή από τεχνητή ύλη.
2. μτφ., το περιεχόμενο αυτού του σακιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σ' αυτό: Ένα τσουβάλι αλεύρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσουβάλι — το, Ν 1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί 2. συνεκδ. το περιεχόμενο τού τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι») 3. φρ. «τόν έβαλαν στο τσουβάλι» τόν εξαπάτησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval] …   Dictionary of Greek

  • τσουβαλιά — η, Ν η ποσότητα που χωρεί σε ένα τσουβάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουβάλι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • τσουβαλιάζω — Ν [τσουβάλι] 1. βάζω στο τσουβάλι («τσουβαλιάζω τα άχυρα») 2. μτφ. α) παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον («τόν τσουβάλιασαν» β) συλλαμβάνω και φυλακίζω («τούς τσουβάλιασαν όλους χθες το βράδυ καθώς έπαιζαν χαρτιά») …   Dictionary of Greek

  • τσουβαλιά — η ποσότητα υλικού που χωράει στο τσουβάλι, όσο χωράει ένα τσουβάλι: Μια τσουβαλιά ζάχαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… …   Dictionary of Greek

  • σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… …   Dictionary of Greek

  • σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… …   Dictionary of Greek

  • ţuhal — ţuhál (sac) s. m., pl. ţuháli Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic  ţuhál, ţuháli, s.m. (reg.) sac mare pentru boabe de porumb. Trimis de blaurb, 24.03.2007. Sursa: DAR  ţuhál ( li), s.m. – (Mold., Bucov.) Sac. tc …   Dicționar Român

  • σακί — το σάκος, τσουβάλι, και το περιεχόμενό του: Ένα σακί αλεύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβαρνίζω — σβάρνισα, σβαρνίστηκα, σβαρνισμένος 1. συντρίβω τους σβόλους και σιάζω το χωράφι. 2. ρίχνω κάτω και σέρνω κάποιον ή κάτι: Τον έριξε κάτω και τον σβάρνισε στο χώμα. – Μη σβαρνίζεις το τσουβάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”